- θειολόγος
- θειολόγος, ὁ, poet. for θεολόγος, IG3.770 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θειολόγος — θειολόγος, ὁ (Α) ποιητ. τ. τού θεολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βιο λόγος] … Dictionary of Greek
θειολόγοισιν — θειολόγος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειολόγου — θειολόγος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειο- — (AM) τ. στον οποίο εμφανίζεται η λ. θείος (Ι) ως α συνθετικό και που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στη θεότητα ή προέρχεται απ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. αρχ. θειογαμία, θειογενής, θειόδαμος, θειόδμητος, θειόδομος, θειολόγος, θειοπαγής,… … Dictionary of Greek